Βράβευση ποιημάτων

Κλωσάμε όλοι μας μια μικρούλα ιδιαιτερότητα
Που αν δεν κάνουμε το παν ώστε ο υποψήφιος νεοσσός
Να σπάσει το τσόφλι του και να πεταχτεί έξω πάμε χαμένοι.

Έτσι όμορφα το είπε ο Ελύτης – και ουσιαστικά. Η σκυτάλη του λόγου περνά στους νεοσσούς. Ο δικός μας έχει ένα γλυκό εφηβικό πρόσωπο με μάτια έμπλεα δίψας και ένα όνομα : Άννα-Μαρία Σακελλαρίου. Μαθήτρια της Α΄Λυκείου  του Σχολείου μας που διαγωνίστηκε με την πένα της να «δώσει αλήτικες φτερούγες στη λογική» όπως θα ΄λεγε και ο Eluar. Και τα κατάφερε κομίζοντας ως ανταμοιβή το γ΄βραβείο του πανελληνίου διαγωνισμού Συνδέσμου Βορείου Ελλάδος για τα ποιήματά της.

Ας τα διαβάσουμε λοιπόν:

Ανδράποδα

Άνθρωπος! Είναι άνθρωπος!

Η ντουλάπα σφαλιγμένη.

Η σκιά ακίνητη.

Το φως πνιγμένο.

Το μελάνι μένει, ο ουρανός αδειάζει.

Σελίδες κίτρινες.

Μαύρος τοίχος. Ρωγμή. Σκόνη. ΚΑΤΙ πεταμένο.

Πλήκτρα.

Ήχοι αυτόματοι, νομοτελείς.

Άνθρωπος;! Χριστέ μου, είναι άνθρωπος;

 

Η αγχίνοια του πνεύματος.

Το άσπρο των ματιών.

Εξανδραποδισμένα μαζί στο μαύρο βαγόνι.

Πού νομίζεις ότι πας;

 

 

Εξοστρακισμένοι ρηξικέλευθοι

 

Κραυγές ψίθυροι.

Πρόσωπα άυλα, χρωματιστά.

Βλέμματα διαβρωμένα.

Το μελάνι θρονιάζει στο χαρτί.

Τι κατάφερε;

Τίποτα και τα πάντα.

Αυτό το κάτι το δικό μου, όμως,

Ο βασιλιάς το είχε ήδη διώξει

Με την άκρη του φρυδιού του.

 

Γράμματα Ματωμένα. Γράμματα Θαλερά.

 

Στην άδεια καρέκλα βούλιαξε μια μαραμένη φωνή.

Την κοιτάς και το βλέμμα ξεφλουδίζει.

Ένα άγαλμα ραγίζει.

Η φωτιά στο σκοτεινό δωμάτιο σβήνει και το καίει.

Και το σκοτάδι γίνεται πιο μαύρο.

Η Δύση λέει πως είν? αγγελικό.

 

Κάπου ένα βιβλίο χωρίς σελίδες. Τσακισμένο.  Σαν το τώρα μας.

Σαν Αυτήν!

 

Μιαν άγονη γραμμή φύτρωσε στο χαμόγελο.

Άπλωσε τις ρίζες της μέσα στα μάτια, τα τρύπησε, τα ξεφλούδισε

Κι εκείνα μάτωσαν. Πάνω απ? αυτό το βιβλίο.

Μαζεύτηκαν όλα τα κίτρινα φύλλα κι έγιναν σελίδες του.

Είχαν πράσινη ψυχή.

Το αίμα έπεφτε στις σελίδες βαριά

Και το βιβλίο ξαναγράφτηκε. Απ? την αρχή.       Με αίμα.

Με αίμα και κίτρινα φύλλα.

 

Αυτήν σήκωσε το βλέμμα ψηλά

«Θα ξαναφτάσω το γαλάζιο!», είπε με τη μαραμένη Της φωνή

ακόμα βουλιαγμένη στην άδεια καρέκλα.

Το χέρι του παιδιού Της έρχεται και σηκώνει το βιβλίο ψηλά.

Έτσι που να το βλέπουν όλοι.

Αυτοί που Την κέντησαν με τη λόγχη ραθυμίας,

Που έκαναν τις σελίδες Της όλβο δικό τους,

Μα να το δει κι Αυτήν, γιατί το ?χε ξεχάσει.

Κι Αυτήν τρυπήθηκε μοναχιά της φορές μύριες κι έτρεχε το κρασί από παντού.

Το καλό κρασί. Όχι εκείνο που Τη μέθυσε μετά.

 

Το είδαν το βιβλίο,

Μα πιο πολύ πρόσεξαν το χέρι.

Το χέρι το λειψό, το μισοφαγωμένο.

Όλοι τους ήξεραν πως το βιβλίο ήταν βαρύ,

Μα το χέρι του παιδιού το σήκωσε.

Ψηλά!

Εκεί που ήταν-πριν πιει το κώνειο ο σημερινός Σωκράτης.

Πολύ ψηλά!

Όπως του πρέπει.

 

Έγινε ένα με το γαλάζιο του Θεού και τα σύννεφα.

Αφού Αυτή είναι τα σύννεφα και όλα τα γαλάζια του κόσμου

 

Το παγκόσμιο δέντρο έχει τις ρίζες του στη θάλασσά της και

Τόσους αιώνες

Πάλευε να τη στεγνώσει τη θάλασσα

Να την πνίξει!

Τώρα το κατάλαβε πως θα χανότανε κι εκείνο.

 

Βοήθησαν όλοι να σηκώσει το γαλανόλευκο χέρι το βιβλίο.

Χρωστούσαν πολλά σ? αυτό,

Σ? αυτή τη θάλασσα.

Τώρα το ?νιωσαν.

 

-Σήκω, μανούλα? Σήκω, Ελλάδα μου.

-Σηκώνομαι, παιδί μου. Σηκώνομαι, κόσμε!